- πλακοστρώνω
- [плакостроно] р. укладылать плиты.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
πλακοστρώνω — Ν 1. επιστρώνω τοίχο ή δάπεδο με πλάκες («τα σπίτια τα ψηλά τα μαρμαροχτισμένα / με τις μεγάλες τες αυλές και τες πλακοστρωμένες», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάκα + στρώνω] … Dictionary of Greek
πλακοστρώνω — πλακόστρωσα, πλακοστρώθηκα, πλακοστρωμένος, επιστρώνω πλάκες, καλύπτω επιφάνεια με πλάκες ή πλακίδια: Πλακοστρώσαμε την αυλή του σχολείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβακοστρώνω — στρώνω, καλύπτω το έδαφος με αβακοειδείς πλάκες, πλακοστρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < άβακας + στρώνω. ΠΑΡ. αβακοστρώστης] … Dictionary of Greek
πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… … Dictionary of Greek
πλακόστρωμα — το, Ν [πλακοστρώνω] η πλακόστρωση … Dictionary of Greek
πλακόστρωση — η, Ν 1. τεχνολ. η επίστρωση μιας επιφάνειας, δαπέδου, τοίχου, πεζοδρομίου, δρόμου κ.λπ., με πλάκες από φυσικά υλικά, όπως ασβεστόλιθο, σχιστόλιθο, βασάλτη, πορφυρίτη κ.λπ., που έχουν λειανθεί στην ανώτερη επιφάνειά τους, είτε με πλάκες από μπετόν … Dictionary of Greek
πλακόστρωτος — η, ο, Ν 1. ο στρωμένος με πλάκες 2. το ουδ. ως ουσ. το πλακόστρωτο βλ. πλακόστρωτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλακοστρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] … Dictionary of Greek
πλακώνω — πλακῶ, όω, ΝΜΑ [πλάξ, πλακός] επιστρώνω μια επιφάνεια με πλάκες, πλακοστρώνω νεοελλ. 1. πιέζω κάτι με την τοποθέτηση βάρους πάνω του («πλάκωσα τα χαρτιά για να μην τά πάρει ο αέρας») 2. συνθλίβω με το βάρος μου («αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα … Dictionary of Greek